- κοροναδίτης
- ο(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού μαγγανίου και τού μολύβδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coronadite από το όν. τού Ισπανού εξερευνητή Francisco Vasquez Coronado + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.